-
1 συνουσία
συνουσίᾱ, συνουσίαbeing with: fem nom /voc /acc dualσυνουσίᾱ, συνουσίαbeing with: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————συνουσίαι, συνουσίαbeing with: fem nom /voc plσυνουσίᾱͅ, συνουσίαbeing with: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 συνουσια
ион. συνουσίη ἥ [σύνειμι I]1) общение, знакомство, посещение(τινός Plat. и πρός τινα Xen.)
ἥ σέ ξ. Plat. — общение с тобою;κομψὸς ἐν συνουσίᾳ Arph. — любезный в обхождении;πλησθῇς τῆς νόσου ξυνουσίᾳ Soph. — утомленный постоянным общением с больным (Филоктетом)2) сборище, общество, сходка, собрание Her., Isocr.ἡ ἐν οἴνῳ σ. Plat. — попойка, пиршество;
ξυνουσίαι θηρῶν Soph. — общество зверей3) беседа, собеседованиеτέν συνουσίαν διαλῦσαι Plat. — прекращать беседу, т.е. расходиться;
αἱ σοφαὴ ξυνουσίαι Arph. — ученые собеседования;προϊούσης τῆς ξυνουσίας Plat. — по мере того как развивается беседа4) посещение учителя, учение(ἥ περὴ γράμματα σ. Plat.; μισθὸς τῆς συνουσίας Xen.)
5) половые сношения, соитие Xen., Plat., Arst. -
3 συνουσία
ἡ συνουσία общение, близость -
4 συνουσίᾳ
Βλ. λ. συνουσία -
5 συνουσία
A being with or together, esp. for purposes of feasting or conversing, social intercourse, society, Hdt.6.128, A.Eu. 285, S.OC 647, etc.;κομψὸς ἐν συνουσίᾳ Ar.Nu. 649
; σ. τινός intercourse with one, ; γυναικῶν ς. (with a play on signf. 4) Ar. Ec. 110 = Trag.Adesp.51; ἡ τοῦ θείου ς. communion with.., Pl.Phd. 83e; τῆς νόσου ξυνουσίᾳ by long intercourse with it, S.Ph. 520; προϊούσης τῆς ς. as the conversation goes on, Pl.Tht. 150d; σ. ποιεῖσθαι hold conversation together, Id.Sph. 217e, Smp. 176e, al.;τὴν σ. διαλῦσαι Id.La. 201c
: pl., Isoc.4.45, Pl.Phd. 111b, al.; ξυνουσίαι θηρῶν, = οἱ ξυνόντες θῆρες, S.Ph. 936.2 οὐ λόγοις.., ἀλλὰ τῇ ξυνουσίᾳ but by habitual association, constant resort, Id.OC 63.3 intercourse with a teacher, attendance at his teaching, μισθὸς τῆς ς. X.Mem.1.2.60, cf. 6.11; ἡ πρὸς Σωκράτην σ. αὐτοῖν their intercourse with him, ib.1.2.13;ἡ περὶ γράμματα σ. τῶν μανθανόντων Pl.Plt. 285c
; ἡ σὴ ς. intercourse with you, Id.Prt. 318a.4 sexual intercourse, Democr.32, Pl.Lg. 838a, X.Cyr.6.1.31 (v.l.), Epicur.Fr.62, etc.; ἡ ἀνδρὸς καὶ γυναικὸς ς. Pl.Smp. 206c (interpol.);ἀνδρῶν X.Oec.9.11
; ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας ς. Arist.Pol. 1269b27; ἡ τῶν ἀφροδισίων ς. Pl.Smp. 192c;ἡ τῆς παιδογονίας Id.Lg. 838e
; of animals, copulation, Arist.HA 630b35, al.; cf. σύνειμι ( εἰμί sum) 11.2.II in concrete sense, a society, company, party, Hdt.2.78 (pl.), Pl.Smp. 173a, Lg. 672a; ἡ ἐν οἴνῳ σ., = συμπόσιον, Id.Lg. 652a; αἱ ἐν τοῖς πότοις ς. Isoc.1.32; πότοι καὶ ς. Id.15.286; αἱ σοφαὶ ξυνουσίαι literary parties, conversazioni, Ar.Th.21;εἰς τὰς σ... παραλαμβάνουσι τὴν μουσικήν Arist.Pol. 1339b22
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνουσία
-
6 συνουσία
η половой акт, совокупление -
7 συνουσία
сообщество, знакомство, беседа -
8 συνουσία
[синусиа] ουσ θ (φυσιολ) совокупление, половое сношение. -
9 συνουσία
συν-ουσία, ἡ, das Zusammensein, - leben; οὐ λόγοις τιμώμεν' ἀλλὰ τῇ ξυνουσίᾳ πλέον, nicht durch Worte, sondern mehr durch Gebrauch, durch die Tat geehrt; vom Zusammenessen, Gelage; eheliche Gemeinschaft, in und außer der Ehe; übh. Umgang, Unterhaltung; Gastmahl -
10 συνουσία
rapport -
11 συνουσία
stosunek (m) rzecz. -
12 συνουσία
styk -
13 συνουσία
intercourseΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > συνουσία
-
14 ξυνουσία
συνουσίᾱ, συνουσίαbeing with: fem nom /voc /acc dualσυνουσίᾱ, συνουσίαbeing with: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————συνουσίαι, συνουσίαbeing with: fem nom /voc plσυνουσίᾱͅ, συνουσίαbeing with: fem dat sg (attic doric aeolic) -
15 ξυνουσίας
συνουσίᾱς, συνουσίαbeing with: fem acc plσυνουσίᾱς, συνουσίαbeing with: fem gen sg (attic doric aeolic) -
16 συνουσίας
συνουσίᾱς, συνουσίαbeing with: fem acc plσυνουσίᾱς, συνουσίαbeing with: fem gen sg (attic doric aeolic) -
17 συνουσίαι
συνουσίαbeing with: fem nom /voc plσυνουσίᾱͅ, συνουσίαbeing with: fem dat sg (attic doric aeolic) -
18 ξυνουσίαν
συνουσίᾱν, συνουσίαbeing with: fem acc sg (attic doric aeolic) -
19 συνουσίαν
συνουσίᾱν, συνουσίαbeing with: fem acc sg (attic doric aeolic) -
20 συνουσιάσας
συνουσιά̱σᾱς, συνουσιάζωkeep company with: fut part act fem acc pl (doric)συνουσιά̱σᾱς, συνουσιάζωkeep company with: fut part act fem gen sg (doric)συνουσιάσᾱς, συνουσιάζωkeep company with: aor part act masc nom /voc sg (attic epic ionic)
См. также в других словарях:
συνουσία — συνουσίᾱ , συνουσία being with fem nom/voc/acc dual συνουσίᾱ , συνουσία being with fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνουσία — η, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνουσία, και ιων. τ. συνουσίη, Α 1. (για πρόσ.) η σαρκική επαφή αρσενικού και θηλυκού, γενετήσια πράξη (α. «φυσιολογική συνουσία» β. «εἰμὶ καθαρὰ καὶ ἁγνὴ ἀπ ἀνδρὸς συνουσίας», Δημοσθ.) 2. (για ζώα) οχεία, βάτεμα, ζευγάρωμα… … Dictionary of Greek
συνουσίᾳ — συνουσίαι , συνουσία being with fem nom/voc pl συνουσίᾱͅ , συνουσία being with fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνουσία — η η σεξουαλική, η γενετήσια πράξη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξυνουσία — συνουσίᾱ , συνουσία being with fem nom/voc/acc dual συνουσίᾱ , συνουσία being with fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυνουσίας — συνουσίᾱς , συνουσία being with fem acc pl συνουσίᾱς , συνουσία being with fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνουσίας — συνουσίᾱς , συνουσία being with fem acc pl συνουσίᾱς , συνουσία being with fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνουσίαι — συνουσία being with fem nom/voc pl συνουσίᾱͅ , συνουσία being with fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυνουσίαν — συνουσίᾱν , συνουσία being with fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνουσιάσας — συνουσιά̱σᾱς , συνουσιάζω keep company with fut part act fem acc pl (doric) συνουσιά̱σᾱς , συνουσιάζω keep company with fut part act fem gen sg (doric) συνουσιάσᾱς , συνουσιάζω keep company with aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνουσίαν — συνουσίᾱν , συνουσία being with fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)